Τέλος στη μονιμοποίηση συμβασιούχων στο Δημόσιο: Ποιοι και πότε δικαιούνται αποζημίωση / Άρειος Πάγος
Τέλος στη μονιμοποίηση συμβασιούχων στο Δημόσιο: Ποιοι και πότε δικαιούνται αποζημίωση / Άρειος Πάγος
Αρνητικός ο Άρειος Πάγος στη μονιμοποίηση των 36μηνιτων. Αρνητική απόφαση ακόμα και στη μετατροπή του συμβάσεων με νόμο. Ωστόσο ανοίγει ο δρόμος για αποζημιώσεις όσων κάλυπταν πάγιες ανάγκες.
- Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου στο Δημόσιο δεν μπορούν να μετατραπούν σε αορίστου χρόνου, ακόμα και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Μόνο με γραπτό διαγωνισμό ή με καθορισμένη σειρά προτεραιότητας, υπό την εποπτεία του ΑΣΕΠ, μπορεί να γίνει πρόσληψη τακτικού προσωπικού. Υπό προϋποθέσεις, οι συμβασιούχοι που έχουν διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου, δικαιούνται αποζημίωση μετά τη λήξη ή την καταγγελία τους. Η ύπαρξη αποζημίωσης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η διάρκεια της σύμβασης. Η απόφαση ανοίγει τον δρόμο για αποζημιώσεις σε πάνω από 60.000 συμβασιούχους στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ψηφιακή Υπογραφή Δημοσίων Υπαλλήλων μέσω του gov.gr / Οδηγός βήμα βήμα
Ποιοι δικαιούνται αποζημίωση:
- Συμβασιούχοι με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου στο Δημόσιο, στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και στους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
- Η προϋπηρεσία του συμβασιούχου.
Πότε δικαιούνται αποζημίωση:
- Μετά τη λήξη ή την καταγγελία της σύμβασης.
Πώς υπολογίζεται η αποζημίωση:
- Η αποζημίωση υπολογίζεται ανάλογα με τα χρόνια προϋπηρεσίας.
Ποιοι δεν δικαιούνται αποζημίωση:
- Συμβασιούχοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου, στις οποίες υπάρχει σαφής σκοπός για την ορισμένη διάρκειά τους.
- Συμβασιούχοι που δεν έχουν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο προϋπηρεσίας.
Ο ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΑΝΑΦΕΡΕΙ
Διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος (δηλαδή από την 17.04.2001 και εφεξής) δεν μπορούν, ούτε και με νόμο, να μετατραπούν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του οικείου φορέα, που προέβη στην πρόσληψη.
Ούτε καταλείπεται, πλέον, πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης, κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου, στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες διότι, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης, βάσει των πιο πάνω διατάξεων, δεν έχει την ευχέρεια να προβεί στη σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος για την πρόσληψη τακτικού προσωπικού.
Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, με τις οποίες καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες, μπορούν να αναγνωρίζονται, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και μετά την πιο πάνω συνταγματική αναθεώρηση, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση του αποδοκιμασθέντος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου (Ολ. Α.Π. 19, 20/2007).
Συνεπώς, στις συναφθείσες μετά την 18.04.2001 συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο ή σε φορείς του δημοσίου τομέα, δεν είναι πλέον δυνατή η εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 281, 671 του Α.Κ. και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, από τις οποίες προκύπτει, κατά τα ήδη προαναφερθέντα, ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1 και 3 του ν. 2112/1920 και 1, 3, 5 του Β.Δ/τος 16/18.07.1920), ανακύπτει ακυρότητα αυτών, ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου, χωρίς έγγραφη καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (Ολ. Α.Π. 19 και 20/2007). Οποιαδήποτε άλλη, αντίθετη, ερμηνεία συνιστά contra legem ερμηνεία της ως άνω συνταγματικής διάταξης.