Σε γυμνάσιο της Μαγνησίας, μαθητής που είχε ήδη τιμωρηθεί με αποβολή για βίαιη συμπεριφορά τραυμάτισε δύο συμμαθητές του, παρά το γεγονός ότι έπρεπε να έχει απομακρυνθεί από το σχολείο. Αν και είχε αποφασιστεί η αλλαγή του σχολικού του περιβάλλοντος, αυτό δεν εφαρμόστηκε λόγω γραφειοκρατικών δυσκολιών. Μετά το νέο περιστατικό, ο Υπουργός Παιδείας διέταξε πειθαρχική δίωξη και αναστολή καθηκόντων για τον διευθυντή του σχολείου, καθώς και προκαταρκτική εξέταση για τη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Μαγνησίας. Οι τραυματισμένοι μαθητές είναι καλά στην υγεία τους και θα λάβουν ψυχολογική υποστήριξη.
Πειθαρχική Δίωξη σε Διευθυντή Σχολείου: Δικαιοσύνη ή Επικοινωνιακή Κίνηση;
Η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να θέσει σε πειθαρχική δίωξη και να αναστείλει τα καθήκοντα του διευθυντή σχολικής μονάδας στη Μαγνησία, ύστερα από τον τραυματισμό δύο μαθητών από συμμαθητή τους, γεννά ερωτήματα τόσο για τη διαχείριση της σχολικής πειθαρχίας όσο και για τον τρόπο με τον οποίο η πολιτεία επιλέγει να αποδώσει ευθύνες.
Το περιστατικό είναι αναμφισβήτητα σοβαρό. Ο συγκεκριμένος μαθητής είχε ήδη επιδείξει παραβατική συμπεριφορά και μάλιστα του είχε επιβληθεί το παιδαγωγικό μέτρο της αλλαγής σχολικού περιβάλλοντος. Ωστόσο, λόγω γραφειοκρατικών κωλυμάτων, η απόφαση αυτή δεν εφαρμόστηκε, με αποτέλεσμα να βρίσκεται ξανά στο σχολείο και να προκληθεί νέο περιστατικό βίας.
Η εύλογη ερώτηση είναι: γιατί οι αρμόδιες αρχές επέτρεψαν αυτή την καθυστέρηση;
Αντί να ερευνηθούν σε βάθος οι αιτίες αυτής της αδυναμίας εφαρμογής της απόφασης, το Υπουργείο Παιδείας επέλεξε να στραφεί άμεσα κατά του διευθυντή, ως υπεύθυνου για ένα πρόβλημα που προφανώς υπερβαίνει το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του. Ο διευθυντής, ως επικεφαλής του σχολείου, είχε ειδοποιήσει τις αρμόδιες αρχές και τον Εισαγγελέα για την κατάσταση, ενώ ο μαθητής παρακολουθούνταν από τον ψυχολόγο του σχολείου.
Τι άλλο μπορούσε να κάνει όταν το ίδιο το σύστημα απέτυχε να μετακινήσει τον μαθητή σε άλλο σχολικό περιβάλλον;
Η απόφαση του Υπουργείου μοιάζει περισσότερο με μια βεβιασμένη επικοινωνιακή κίνηση παρά με μια ουσιαστική απόπειρα επίλυσης του προβλήματος. Αντί να αναζητηθούν οι πραγματικές ευθύνες και να υπάρξει μια συνολική αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο εφαρμόζονται τα παιδαγωγικά μέτρα, η δίωξη του διευθυντή φαίνεται να λειτουργεί ως αποδιοπομπαίος τράγος για να κατευναστεί η κοινή γνώμη.
Η σχολική βία και η διαχείρισή της απαιτούν σοβαρές και θεσμικές λύσεις. Αν η πολιτεία δεν μπορεί να εφαρμόσει τις ίδιες τις αποφάσεις της λόγω «γραφειοκρατικών λόγων», τότε το πρόβλημα δεν είναι ένας διευθυντής, αλλά η συνολική δυσλειτουργία του συστήματος. Αντί για τιμωρητικές αποφάσεις κατά εκπαιδευτικών που παλεύουν με τις ελλείψεις του συστήματος, το Υπουργείο θα έπρεπε να εστιάσει στο πώς θα εξασφαλίζει την άμεση και αποτελεσματική εφαρμογή των πειθαρχικών και υποστηρικτικών μέτρων για μαθητές που εμφανίζουν παραβατική συμπεριφορά.
Η απάντηση στο πρόβλημα δεν είναι η αποπομπή ενός διευθυντή αλλά η δημιουργία ενός λειτουργικού μηχανισμού που να αποτρέπει αντίστοιχα περιστατικά στο μέλλον.
Η πραγματική ευθύνη ανήκει σε εκείνους που σχεδιάζουν και διαχειρίζονται το εκπαιδευτικό σύστημα, όχι σε όσους προσπαθούν να εφαρμόσουν αποφάσεις μέσα σε ένα πλαίσιο που συχνά τους δένει τα χέρια.