Η νύχτα που σίγησε η Δημοκρατία: 21η Απριλίου 1967
Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967, η Ελλάδα ξύπνησε υπό το βάρος των ερπυστριών. Ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, οργανωμένο από τους Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο, κατέλυσε το δημοκρατικό πολίτευμα και επέβαλε δικτατορικό καθεστώς που θα κρατούσε επτά ολόκληρα χρόνια.
Η πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής ήταν ήδη ηλεκτρισμένη. Η «Αποστασία» του 1965, που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, είχε αφήσει βαθιές πληγές στο σώμα της δημοκρατίας. Η Ένωση Κέντρου φαινόταν φαβορί στις εκλογές που είχαν προγραμματιστεί για τις 28 Μαΐου 1967, όμως σε κύκλους της Δεξιάς, στο Παλάτι, στον στρατό και στις Ηνωμένες Πολιτείες, κυριαρχούσε ο φόβος για έναν “αναρχοκομμουνιστικό κίνδυνο”. Σε αυτό το περιβάλλον, μια «προσωρινή εκτροπή» έμοιαζε για κάποιους ως αναγκαίο κακό.
Το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων στου Γουδή αποτέλεσε το ορμητήριο της δράσης. Μέσα σε λίγες ώρες, οι μονάδες των πραξικοπηματιών είχαν καταλάβει στρατηγικά σημεία της Αθήνας, εφαρμόζοντας το ΝΑΤΟϊκό σχέδιο «Προμηθεύς» – ένα σχέδιο που είχε σχεδιαστεί για περιπτώσεις κομμουνιστικής απειλής.
Ο στρατός υπάκουσε. Ο μοναδικός που προσπάθησε να αντισταθεί, ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης Γεώργιος Ράλλης, δεν πρόλαβε. Στις 3:30 π.μ., η νέα πραγματικότητα είχε επιβληθεί – σχεδόν αναίμακτα.
Το πρωί της ίδιας μέρας, οι πραξικοπηματίες εξασφάλισαν την έγκριση του βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ να σχηματίσουν κυβέρνηση, με τον εισαγγελέα Αρείου Πάγου Κωνσταντίνο Κόλλια ως πρωθυπουργό-βιτρίνα. Η πραγματική εξουσία, όμως, βρισκόταν στα χέρια του Παπαδόπουλου.
Παρά τις επιφυλάξεις, ο βασιλιάς επέλεξε να συνεργαστεί, επικαλούμενος την ανάγκη αποφυγής αιματοχυσίας – μια απόφαση που αργότερα θα πλήρωνε ακριβά.
Η βία δεν άργησε να δείξει το πρόσωπό της. Ο Παναγιώτης Ελής, στέλεχος της ΕΔΑ, δολοφονήθηκε στον Ιππόδρομο. Η 24χρονη Μαρία Καλαυρά έπεσε νεκρή από πυρά στρατιώτη. Μέσα στις πρώτες δέκα ημέρες, πάνω από 6.500 άτομα – κυρίως με αριστερές πεποιθήσεις – συνελήφθησαν. Άλλοι εξορίστηκαν, άλλοι βασανίστηκαν, ενώ ο φόβος και η σιωπή απλώθηκαν σαν πέπλο πάνω από τη χώρα.
Τα πρώτα «Αποφασίζομεν και διατάσσομεν» είχαν ήδη γραφτεί.
Η διεθνής στάση: σιωπή, ψυχροπολεμικός κυνισμός και CIA
Οι Ηνωμένες Πολιτείες φάνηκαν αρχικά αιφνιδιασμένες. Ο πρέσβης Φίλιπ Τάλμποτ εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για το πραξικόπημα, όμως η απάντηση που έλαβε από τον σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα ήταν κυνική και αποκαλυπτική:
«Μα πώς είναι δυνατόν να βιάσεις μία πόρνη;»
Η φράση αυτή αντανακλά την ψυχρή γεωπολιτική λογική της εποχής: η σταθερότητα της χώρας – έστω και υπό στρατιωτικό καθεστώς – φαινόταν προτιμότερη από την απειλή του «ερυθρού κινδύνου».
Η Δικτατορία των Συνταγματαρχών διήρκεσε 7 χρόνια, 3 μήνες και 3 μέρες, έως την κατάρρευσή της στις 23 Ιουλίου 1974 – μετά το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή.
Στο μεσοδιάστημα, η Ελλάδα βίωσε:
Φυλακίσεις και βασανιστήρια
Εξορίες και διώξεις
Λογοκρισία και καταστολή
Πολιτιστικό σκοταδισμό
Η 21η Απριλίου 1967 παραμένει μία από τις πιο σκοτεινές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας – μια υπενθύμιση πως η δημοκρατία δεν είναι δεδομένη, αλλά μια διαρκής κατάκτηση.
Ελευθερία του Τύπου: Στον πάτο της Ε.Ε. – Στην 108η θέση παγκοσμίως η Ελλάδα!
Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, η Δικτατορία των Συνταγματαρχών επέβαλε στρατιωτικό νόμο και απαγόρευση πολιτικής δράσης, εγκαινιάζοντας ένα καθεστώς προληπτικής και κατασταλτικής λογοκρισίας. Όλες οι μορφές έκφρασης – από τον Τύπο και τα βιβλία, μέχρι τον κινηματογράφο και τη μουσική – ελέγχονταν αυστηρά από ειδικές επιτροπές, που εδρεύαν στο Υπουργείο Τύπου.
Η λογοκρισία επηρέασε τόσο κλασικά έργα της ελληνικής γραμματείας όσο και σύγχρονους Έλληνες και ξένους δημιουργούς. Συγγραφείς όπως οι Σοφοκλής, Αισχύλος, αλλά και οι Ζαν-Πωλ Σαρτρ, Καμύ, Τ.Σ. Έλιοτ, τέθηκαν υπό απαγόρευση. Επίσης, η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη απαγορεύτηκε με επίσημο διάταγμα, καθώς θεωρήθηκε κομμουνιστική προπαγάνδα.
Πολλοί διανοούμενοι, καλλιτέχνες και πολιτικοί κατέφυγαν στο εξωτερικό, όπου οργάνωσαν αντιδικτατορικό αγώνα. Η Ελένη Βλάχου, για παράδειγμα, διέκοψε τις εκδόσεις των εντύπων της και κατέφυγε στο Λονδίνο, απ’ όπου συνέχισε τη δράση της. Η Μελίνα Μερκούρη αφιερώθηκε στον αγώνα ενάντια στη χούντα, δίνοντας συναυλίες, συμμετέχοντας σε διεθνείς εκδηλώσεις και χάνοντας την ελληνική υπηκοότητά της ως αντίποινα.
Η λογοκρισία επεκτάθηκε και στον κινηματογράφο, με λογοκριτικές επεμβάσεις σε έργα όπως η Αναπαράσταση και οι Μέρες του ’36 του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, καθώς και σε σκηνοθέτες όπως ο Παντελής Βούλγαρης. Τραγούδια λογοκρίθηκαν επειδή περιείχαν λέξεις-σύμβολα όπως η «ελευθερία» ή έκαναν έμμεσες αναφορές στην αντίσταση και στα κοινωνικά ζητήματα.
Το καθεστώς εκμεταλλεύτηκε το νομικό πλαίσιο «έκτακτης ανάγκης» και συνέστησε λογοκριτικές επιτροπές που αποτελούνταν από στρατιωτικούς, αστυνομικούς αλλά και καλλιτέχνες ή καθηγητές. Η λογοκρισία κορυφώθηκε μεταξύ 1967–1969 και έγινε ελαστικότερη έως το 1973, με νέο κύμα αυστηρότητας κατά την περίοδο Ιωαννίδη.
Η δικτατορία αξιοποίησε τον αντικομμουνισμό ως θεμέλιο ιδεολογίας, θεσμοθετώντας την απαγόρευση οποιασδήποτε αριστερής ή ελευθεριακής φωνής. Ακραίες περιπτώσεις λογοκρισίας περιλάμβαναν απόρριψη τραγουδιών για «αντεθνικό περιεχόμενο» ή ακόμα και απαγορεύσεις βάσει… κόκκινου εξώφυλλου ή ξενικής κατάληξης του ονόματος του συγγραφέα.
Το καθεστώς χρησιμοποίησε την προπαγάνδα, τον έλεγχο της πληροφορίας και την αποσιώπηση της καλλιτεχνικής και πολιτικής αντίθεσης για να διατηρήσει την εξουσία. Ωστόσο, δεν κατάφερε να φιμώσει την αντίσταση ούτε μέσα ούτε έξω από τη χώρα.